- ονοβατις
- ὀνοβάτιςὀνο-βάτις-ῐδος (ᾰ) ἥ сажаемая верхом на осла (вид наказания для неверных жен в Кумах) Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ονοβάτις — ὀνοβάτις, ἡ (Α) γυναίκα που υπέπεσε σε μοιχεία και διαπομπεύεται γι αυτό καθισμένη πάνω σε όνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + βάτις (θηλ. τ. τού βάτης < βαίνω), πρβλ. ακανθο βάτις] … Dictionary of Greek
ὀνοβάτις — riding on an ass fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοβάτιδες — ὀνοβάτις riding on an ass fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοβάτιν — ὀνοβάτις riding on an ass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… … Dictionary of Greek